παχύνεται

παχύνεται
παχύ̱νεται , παχύνω
fatten
aor subj mid 3rd sg (epic)
παχύ̱νεται , παχύνω
fatten
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • дебелѣти — ДЕБЕЛѢ|ТИ (3*), Ю, ѤТЬ гл. Превращаться в плоть, овеществляться: бесплотныи плотитсѩ. слово дебелѣѥть. невидимыи види(т)сѩ. неосѩзомыи осѩзаетьсѩ. (παχύνεται) ГБ XIV, 3г; а еже слово дебелѣѥ(т). слово пло(т) бываѥ(т). Там же; || делаться толстым …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • τροφιούμαι — όομαι, Α [τροφός] (κυρίως στο γ εν.) τροφιοῡται (κατά τον Ησύχ.) «παχύνεται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”